rinveniménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rinveniˈmento]
1 ανεύρεση
2 εξιχνίαση
3 ανάκτηση αισθήσεων
4 ανάκαμψη
5 ανακάλυψη
6 εύρημα
7 κελεπούρι
8 σκλήρυνση (μετάλλου)
9 ανέλπιστο αγαθό
10 βρέσιμο
11 βρεσίδι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rinveniˈmento]
1 ανεύρεση
2 εξιχνίαση
3 ανάκτηση αισθήσεων
4 ανάκαμψη
5 ανακάλυψη
6 εύρημα
7 κελεπούρι
8 σκλήρυνση (μετάλλου)
9 ανέλπιστο αγαθό
10 βρέσιμο
11 βρεσίδι
permalink
rinvenimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android