Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinveniménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rinveniˈmento]

1 ανεύρεση
2 εξιχνίαση
3 ανάκτηση αισθήσεων
4 ανάκαμψη
5 ανακάλυψη
6 εύρημα
7 κελεπούρι
8 σκλήρυνση (μετάλλου)
9 ανέλπιστο αγαθό
10 βρέσιμο
11 βρεσίδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinvenibile rinvenire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinunziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinunziatario (αρσ. επίθ και ουσ)
rinvasare (ρ. μτβ.)
rinvasatura (θηλ.ουσ)
rinvenibile (επίθ.)
rinvenimento (ουσ αρσ )
rinvenire (ρ.αμτβ.)
rinvenire (ρ. μτβ.)
rinverdire (ρ.αμτβ.)
rinverdire (ρ. μτβ.)
rinverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvestimento (ουσ αρσ )
rinvestire (ρ. μτβ.)
rinviare (ρ. μτβ.)
rinvigorimento (ουσ αρσ )
rinvigorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinvilire (ρ.αμτβ.)
rinvilire (ρ. μτβ.)
rinvilirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---