Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinvigorìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinvigoˈrire]

1 δίνω νέα ζωή
2 αναστηλώνω
3 ενισχύω
4 ανανεώνω
5 αναπτερώνω
6 αναζωογονώ
7 τονώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinvigorimento rinvilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvestimento (ουσ αρσ )
rinvestire (ρ. μτβ.)
rinviare (ρ. μτβ.)
rinvigorimento (ουσ αρσ )
rinvigorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinvilire (ρ.αμτβ.)
rinvilire (ρ. μτβ.)
rinvilirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvio (ουσ αρσ )
rinvitare (ρ. μτβ.)
rinvolgere (ρ. μτβ.)
rinvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
rinvoltare (ρ. μτβ.)
rinvoltolare (ρ. μτβ.)
rinvoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvoltura (θηλ.ουσ)
rinzaffare (ρ. μτβ.)
rinzaffatura (θηλ.ουσ)
rinzaffo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---