Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinvilìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinviˈlire]

1 γίνομαι πιο φτηνός
2 φτηναίνω

rinvilìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinviˈlire]

χαμηλώνω τις τιμές

rinvilirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinviˈlirsi]

1 φτηναίνω
2 γίνομαι πιο φτηνός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinvigorire rinvio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinvestimento (ουσ αρσ )
rinvestire (ρ. μτβ.)
rinviare (ρ. μτβ.)
rinvigorimento (ουσ αρσ )
rinvigorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinvilire (ρ.αμτβ.)
rinvilire (ρ. μτβ.)
rinvilirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvio (ουσ αρσ )
rinvitare (ρ. μτβ.)
rinvolgere (ρ. μτβ.)
rinvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
rinvoltare (ρ. μτβ.)
rinvoltolare (ρ. μτβ.)
rinvoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvoltura (θηλ.ουσ)
rinzaffare (ρ. μτβ.)
rinzaffatura (θηλ.ουσ)
rinzaffo (ουσ αρσ )
Rio delle Amazzoni (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---