Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinvoltolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinvoltoˈlare]

1 περιβάλλω
2 περιτυλίγω
3 περικαλύπτω

rinvoltolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinvoltoˈlarsi]

κυλιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinvoltare rinvoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinvio (ουσ αρσ )
rinvitare (ρ. μτβ.)
rinvolgere (ρ. μτβ.)
rinvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
rinvoltare (ρ. μτβ.)
rinvoltolare (ρ. μτβ.)
rinvoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinvoltura (θηλ.ουσ)
rinzaffare (ρ. μτβ.)
rinzaffatura (θηλ.ουσ)
rinzaffo (ουσ αρσ )
Rio delle Amazzoni (κύρ.όν. αρσ.)
riobbligare (ρ. μτβ.)
riobbligarsi (ρ.μ. (αντων.))
rioccupare (ρ. μτβ.)
rioccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
rioccupazione (θηλ.ουσ)
rioffendere (ρ. μτβ.)
rioffrire (ρ. μτβ.)
riolite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---