Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riobbligàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riobbliˈgare]

1 αναγκάζω ξανά
2 υποχρεώνω εκ νέου

riobbligarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riobbliˈgarsi]

υποχρεώνομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Rio delle Amazzoni rioccupare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinvoltura (θηλ.ουσ)
rinzaffare (ρ. μτβ.)
rinzaffatura (θηλ.ουσ)
rinzaffo (ουσ αρσ )
Rio delle Amazzoni (κύρ.όν. αρσ.)
riobbligare (ρ. μτβ.)
riobbligarsi (ρ.μ. (αντων.))
rioccupare (ρ. μτβ.)
rioccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
rioccupazione (θηλ.ουσ)
rioffendere (ρ. μτβ.)
rioffrire (ρ. μτβ.)
riolite (θηλ.ουσ)
rionale (επίθ.)
rione (ουσ αρσ )
riordinamento (ουσ αρσ )
riordinare (ρ. μτβ.)
riordinarsi (ρ.μ. (αντων.))
riordinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riordinazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---