Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrioccupàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [riokkuˈpare] 1 κατέχω ξανά 2 κατακτώ ξανά rioccuparsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riokkuˈparsi] κατακτώμαι ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |