Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rioccupazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riokkupatˈtsjone]

εκ νέου κατοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rioccuparsi rioffendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Rio delle Amazzoni (κύρ.όν. αρσ.)
riobbligare (ρ. μτβ.)
riobbligarsi (ρ.μ. (αντων.))
rioccupare (ρ. μτβ.)
rioccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
rioccupazione (θηλ.ουσ)
rioffendere (ρ. μτβ.)
rioffrire (ρ. μτβ.)
riolite (θηλ.ουσ)
rionale (επίθ.)
rione (ουσ αρσ )
riordinamento (ουσ αρσ )
riordinare (ρ. μτβ.)
riordinarsi (ρ.μ. (αντων.))
riordinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riordinazione (θηλ.ουσ)
riorganizzamento (ουσ αρσ )
riorganizzare (ρ. μτβ.)
riorganizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riorganizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---