Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riorganizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riorganiddzatˈtsjone]

1 αναδιάρθρωση
2 αναδιοργάνωση
3 ανασύνταξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riorganizzatore riottosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riordinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riordinazione (θηλ.ουσ)
riorganizzamento (ουσ αρσ )
riorganizzare (ρ. μτβ.)
riorganizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riorganizzazione (θηλ.ουσ)
riottosità (θηλ.ουσ)
riottoso (επίθ.)
ripa (θηλ.ουσ)
ripagare (ρ. μτβ.)
riparabile (επίθ.)
riparabilità (θηλ.ουσ)
riparare (ρ.αμτβ.)
riparare (ρ. μτβ.)
ripararsi (ρ.μ. (αντων.))
riparata (θηλ.ουσ)
riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---