Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriorganizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riorganiddzatˈtsjone] 1 αναδιάρθρωση 2 αναδιοργάνωση 3 ανασύνταξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |