Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riottosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riottosiˈta]

1 πείσμα
2 εριστικότητα
3 διάθεση για διαπληκτισμό
4 αποχαλίνωση
5 απείθεια
6 παρακοή
7 δογματισμός
8 αταξία
9 ανυπακοή
10 ανυποταξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riorganizzazione riottoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riordinazione (θηλ.ουσ)
riorganizzamento (ουσ αρσ )
riorganizzare (ρ. μτβ.)
riorganizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riorganizzazione (θηλ.ουσ)
riottosità (θηλ.ουσ)
riottoso (επίθ.)
ripa (θηλ.ουσ)
ripagare (ρ. μτβ.)
riparabile (επίθ.)
riparabilità (θηλ.ουσ)
riparare (ρ.αμτβ.)
riparare (ρ. μτβ.)
ripararsi (ρ.μ. (αντων.))
riparata (θηλ.ουσ)
riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)
ripario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---