Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riparàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ripaˈrata]

1 επισκευή
2 μαστόρεμα
3 επιδιόρθωση
4 διόρθωση
5 φτιάξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripararsi riparato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riparabile (επίθ.)
riparabilità (θηλ.ουσ)
riparare (ρ.αμτβ.)
riparare (ρ. μτβ.)
ripararsi (ρ.μ. (αντων.))
riparata (θηλ.ουσ)
riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)
ripario (αρσ. επίθ και ουσ)
riparlare (ρ.αμτβ.)
riparlarsi (ρ.μ. (αντων.))
riparo (ουσ αρσ )
ripartibile (επίθ.)
ripartimento (ουσ αρσ )
ripartire (ρ.αμτβ.)
ripartire (ρ. μτβ.)
ripartirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripartitore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---