Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriparàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ripaˈrata] 1 επισκευή 2 μαστόρεμα 3 επιδιόρθωση 4 διόρθωση 5 φτιάξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |