Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riparàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ripaˈrabile]

επισκευάσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripagare riparabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riorganizzazione (θηλ.ουσ)
riottosità (θηλ.ουσ)
riottoso (επίθ.)
ripa (θηλ.ουσ)
ripagare (ρ. μτβ.)
riparabile (επίθ.)
riparabilità (θηλ.ουσ)
riparare (ρ.αμτβ.)
riparare (ρ. μτβ.)
ripararsi (ρ.μ. (αντων.))
riparata (θηλ.ουσ)
riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)
ripario (αρσ. επίθ και ουσ)
riparlare (ρ.αμτβ.)
riparlarsi (ρ.μ. (αντων.))
riparo (ουσ αρσ )
ripartibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---