Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riparlàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riparˈlare]

ξαναμιλώ

riparlarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riparˈlarsi]

1 ξαναμιλιέμαι με κάποιον
2 συμφιλιώνομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripario riparo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riparato (επίθ.)
riparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riparazione (θηλ.ουσ)
riparella (θηλ.ουσ)
ripario (αρσ. επίθ και ουσ)
riparlare (ρ.αμτβ.)
riparlarsi (ρ.μ. (αντων.))
riparo (ουσ αρσ )
ripartibile (επίθ.)
ripartimento (ουσ αρσ )
ripartire (ρ.αμτβ.)
ripartire (ρ. μτβ.)
ripartirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripartitore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripartizione (θηλ.ουσ)
ripassare (ρ.αμτβ.)
ripassare (ρ. μτβ.)
ripassata (θηλ.ουσ)
ripasso (ουσ αρσ )
ripatica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---