Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈpasso] 1 αναθεώρηση 2 επιστροφή 3 ξανακοίταγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |