Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripentìrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ripenˈtirsi]

1 αλλάζω γνώμη ή απόφαση
2 αισθάνομαι μεταμέλεια
3 μεταμελούμαι
4 αισθάνομαι τύψεις για πράξεις ή παραλείψεις μου
5 μετανιώνω
6 μετανοώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripentimento ripercorrere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripatica (θηλ.ουσ)
ripeggiorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripensamento (ουσ αρσ )
ripensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripentimento (ουσ αρσ )
ripentirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercorrere (ρ. μτβ.)
ripercossa (θηλ.ουσ)
ripercotimento (ουσ αρσ )
ripercuotere (ρ. μτβ.)
ripercuotersi (ρ. μ. αμτβ.)
ripercussione (θηλ.ουσ)
ripercussivo (επίθ.)
riperdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riperdonare (ρ. μτβ.)
ripesare (ρ. μτβ.)
ripescare (ρ. μτβ.)
ripestare (ρ. μτβ.)
ripetente (ουσ αρσ και θηλ.)
ripetente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---