Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripesˈtare]

1 καταπατώ ξανά
2 τσαλαπατώ ξανά
3 ποδοπατώ ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripescare ripetente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripercussivo (επίθ.)
riperdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riperdonare (ρ. μτβ.)
ripesare (ρ. μτβ.)
ripescare (ρ. μτβ.)
ripestare (ρ. μτβ.)
ripetente (ουσ αρσ και θηλ.)
ripetente (επίθ.)
ripetere (ρ. μτβ.)
ripetersi (ρ.μ. (αντων.))
ripetibile (επίθ.)
ripetibilità (θηλ.ουσ)
ripetitività (θηλ.ουσ)
ripetitivo (επίθ.)
ripetitore (ουσ αρσ )
ripetitore (επίθ.)
ripetitrice (θηλ.ουσ)
ripetizione (θηλ.ουσ)
ripetutamente (επίρ.)
ripetuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---