Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripetitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ripetiˈtore]

1 αναμεταδότης
2 επαναλήπτης
3 φροντιστής
4 δάσκαλος που κάνει ιδιαίτερα

ripetitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ripetiˈtore]

ο της επανάληψης ή της αναμετάδοσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripetitivo ripetitrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripetersi (ρ.μ. (αντων.))
ripetibile (επίθ.)
ripetibilità (θηλ.ουσ)
ripetitività (θηλ.ουσ)
ripetitivo (επίθ.)
ripetitore (ουσ αρσ )
ripetitore (επίθ.)
ripetitrice (θηλ.ουσ)
ripetizione (θηλ.ουσ)
ripetutamente (επίρ.)
ripetuto (επίθ.)
ripianamento (ουσ αρσ )
ripianare (ρ. μτβ.)
ripiano (ουσ αρσ )
ripiantare (ρ. μτβ.)
ripicca (θηλ.ουσ)
ripicchiare (ρ.αμτβ.)
ripicchiare (ρ. μτβ.)
ripicchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripicchiata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---