Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripetitrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ripetiˈtriʧe] 1 αναμεταδότης 2 διάταξη ή συσκευή επανάληψης ένδειξης 3 σταθμός αναμετάδοσης σήματος 4 συσκευή αναμετάδοσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |