Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripicchiàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ripikˈkjata] 1 εκ νέου χτύπημα 2 ξαναχτύπημα 3 καλλωπισμός 4 στόλισμα 5 νέος ξυλοδαρμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |