Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripicchiàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ripikˈkjata]

1 εκ νέου χτύπημα
2 ξαναχτύπημα
3 καλλωπισμός
4 στόλισμα
5 νέος ξυλοδαρμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripicchiarsi ripicolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripiantare (ρ. μτβ.)
ripicca (θηλ.ουσ)
ripicchiare (ρ.αμτβ.)
ripicchiare (ρ. μτβ.)
ripicchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripicchiata (θηλ.ουσ)
ripicolo (επίθ.)
ripidamente (επίρ.)
ripidezza (θηλ.ουσ)
ripido (επίθ.)
ripiegamento (ουσ αρσ )
ripiegare (ρ.αμτβ.)
ripiegare (ρ. μτβ.)
ripiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
ripiegata (θηλ.ουσ)
ripiegato (επίθ.)
ripiegatura (θηλ.ουσ)
ripiego (ουσ αρσ )
ripienezza (θηλ.ουσ)
ripieno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---