Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripièno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈpjɛno] cucina η γέμιση ripièno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [riˈpjɛno] γεμιστός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpeperoni [αρσ. πλυθ.] ripieni = oi γεμιστές πιπεριές || pomodori [αρσ. πλυθ.] ripieni = οι γεμιστές ντομάτες [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |