ItalianoGreco


ripigliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ripiʎˈʎare]

αναβιώνω (για λουλούδι ή φυτό)

ripigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripiʎˈʎare]

1 ξαναπαίρνω
2 συλλαμβάνω ξανά
3 συνεχίζω από εκεί που σταμάτησα
4 ξαναπιάνω
5 ξαναβρίσκω
6 επανακτώ
7 παίρνω πίσω
8 παίρνω πάλι
9 ξανακερδίζω
10 ξαναρχίζω

ripigliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ripiʎˈʎarsi]

συνέρχομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---