Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈporre]

1 βάζω
2 θέτω
3 τοποθετώ
4 βάζω πίσω
5 αντικαθιστώ
6 ξαναβάζω
7 συγκαλύπτω
8 κρύβω
9 διώχνω

riporsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riˈporsi]

1 επανέρχομαι
2 κρύβομαι
3 ξαναρχίζω
4 επανακάμπτω
5 συνεχίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripopolarsi riportare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripiombare (ρ. μτβ.)
ripiovere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripopolamento (ουσ αρσ )
ripopolare (ρ. μτβ.)
ripopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporre (ρ. μτβ.)
riporsi (ρ.μ. (αντων.))
riportare (ρ. μτβ.)
riportarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporto (ουσ αρσ )
riposante (επίθ.)
riposare (ρ.αμτβ.)
riposare (ρ. μτβ.)
riposarsi (ρ.μ. (αντων.))
riposata (θηλ.ουσ)
riposato (επίθ.)
riposino (ουσ αρσ )
riposizione (θηλ.ουσ)
riposo (ουσ αρσ )
ripostiglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---