Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripòrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈpɔrto] 1 υπόλοιπο σε νέο 2 ρεπό (τράπεζες) 3 διακόσμηση 4 μεταφερόμενο ποσό (μαθηματικά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |