Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripopolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripopoˈlare]

οικίζω ξανά

ripopolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ripopoˈlarsi]

αποκτώ νέο πληθυσμό ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripopolamento riporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripiglino (ουσ αρσ )
ripiombare (ρ.αμτβ.)
ripiombare (ρ. μτβ.)
ripiovere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripopolamento (ουσ αρσ )
ripopolare (ρ. μτβ.)
ripopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporre (ρ. μτβ.)
riporsi (ρ.μ. (αντων.))
riportare (ρ. μτβ.)
riportarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporto (ουσ αρσ )
riposante (επίθ.)
riposare (ρ.αμτβ.)
riposare (ρ. μτβ.)
riposarsi (ρ.μ. (αντων.))
riposata (θηλ.ουσ)
riposato (επίθ.)
riposino (ουσ αρσ )
riposizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---