Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riposàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ripoˈsare]

ξεκουράζομαι, ξεκουράζω

riposàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ripoˈsare]

1 τοποθετώ πίσω
2 τοποθετώ ξανά
3 ξεκουράζω
4 αντικαθιστώ
5 βάζω πίσω

riposarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ripoˈsarsi]

ξεκουράζομαι, ξεκουράζω αναπαύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riposante riposata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riporsi (ρ.μ. (αντων.))
riportare (ρ. μτβ.)
riportarsi (ρ.μ. (αντων.))
riporto (ουσ αρσ )
riposante (επίθ.)
riposare (ρ.αμτβ.)
riposare (ρ. μτβ.)
riposarsi (ρ.μ. (αντων.))
riposata (θηλ.ουσ)
riposato (επίθ.)
riposino (ουσ αρσ )
riposizione (θηλ.ουσ)
riposo (ουσ αρσ )
ripostiglio (ουσ αρσ )
riposto (αρσ. επίθ και ουσ)
ripregare (ρ. μτβ.)
ripremiare (ρ. μτβ.)
riprendere (ρ.αμτβ.)
riprendere (ρ. μτβ.)
riprendersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---