Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riposizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ripozitˈtsjone]

1 απόθεση
2 τοποθέτηση
3 αντικατάσταση
4 αναπλήρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riposino riposo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riposare (ρ. μτβ.)
riposarsi (ρ.μ. (αντων.))
riposata (θηλ.ουσ)
riposato (επίθ.)
riposino (ουσ αρσ )
riposizione (θηλ.ουσ)
riposo (ουσ αρσ )
ripostiglio (ουσ αρσ )
riposto (αρσ. επίθ και ουσ)
ripregare (ρ. μτβ.)
ripremiare (ρ. μτβ.)
riprendere (ρ.αμτβ.)
riprendere (ρ. μτβ.)
riprendersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
riprensibile (επίθ.)
riprensione (θηλ.ουσ)
riprensivo (επίθ.)
riprensore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripreparare (ρ. μτβ.)
riprepararsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---