Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riprensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riprenˈsjone]

1 καταδίκη
2 κατάκριση
3 επίκριση
4 αποδοκιμασία
5 κατσάδα
6 κατσάδιασμα
7 έλεγχος
8 επίπληξη
9 κατάκριση
10 μομφή
11 επιτίμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riprensibile riprensivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripremiare (ρ. μτβ.)
riprendere (ρ.αμτβ.)
riprendere (ρ. μτβ.)
riprendersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
riprensibile (επίθ.)
riprensione (θηλ.ουσ)
riprensivo (επίθ.)
riprensore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripreparare (ρ. μτβ.)
riprepararsi (ρ.μ. (αντων.))
ripresa (θηλ.ουσ)
ripresentare (ρ. μτβ.)
ripresentarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprestare (ρ. μτβ.)
riprincipiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ripristinamento (ουσ αρσ )
ripristinare (ρ. μτβ.)
ripristinato (επίθ.)
ripristinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripristino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---