Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriprìstino
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈpristino] 1 αναγέννηση 2 ανανέωση 3 επαναφορά στις αρχικές συνθήκες 4 αναπαλαίωση 5 επαναφορά 6 επανόρθωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |