Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripropórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riproˈporre]

1 εισηγούμαι ξανά
2 προτείνω ξανά

riproporsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riproˈporsi]

προκύπτω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripromettere riprotestare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riproduttore (επίθ.)
riproduzione (θηλ.ουσ)
riprografia (θηλ.ουσ)
riprografico (επίθ.)
ripromettere (ρ. μτβ.)
riproporre (ρ. μτβ.)
riproporsi (ρ.μ. (αντων.))
riprotestare (ρ.αμτβ.)
riprova (θηλ.ουσ)
riprovare (ρ.αμτβ.)
riprovare (ρ. μτβ.)
riprovarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprovatore (ουσ αρσ )
riprovazione (θηλ.ουσ)
riprovevole (επίθ.)
riprovvedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riprovvedersi (ρ.μ. (αντων.))
ripuario (αρσ. επίθ και ουσ)
ripubblicare (ρ. μτβ.)
ripubblicazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---