Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riproduzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riprodutˈtsjone]

η αναπαραγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riproduttore riprografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riprodurre (ρ. μτβ.)
riprodursi (ρ.μ. (αντων.))
riproduttivo (επίθ.)
riproduttore (ουσ αρσ )
riproduttore (επίθ.)
riproduzione (θηλ.ουσ)
riprografia (θηλ.ουσ)
riprografico (επίθ.)
ripromettere (ρ. μτβ.)
riproporre (ρ. μτβ.)
riproporsi (ρ.μ. (αντων.))
riprotestare (ρ.αμτβ.)
riprova (θηλ.ουσ)
riprovare (ρ.αμτβ.)
riprovare (ρ. μτβ.)
riprovarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprovatore (ουσ αρσ )
riprovazione (θηλ.ουσ)
riprovevole (επίθ.)
riprovvedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---