Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riprovazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riprovatˈtsjone]

1 στιγματισμός
2 ονειδισμός
3 μομφή
4 απόρριψη μαθητή
5 έλεγχος επίκρισης
6 μάλωμα
7 ψόγος
8 καταδίκη
9 επίκριση
10 αποδοκιμασία
11 πρόγκα
12 κατάκριση
13 κατακραυγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riprovatore riprovevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riprova (θηλ.ουσ)
riprovare (ρ.αμτβ.)
riprovare (ρ. μτβ.)
riprovarsi (ρ.μ. (αντων.))
riprovatore (ουσ αρσ )
riprovazione (θηλ.ουσ)
riprovevole (επίθ.)
riprovvedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riprovvedersi (ρ.μ. (αντων.))
ripuario (αρσ. επίθ και ουσ)
ripubblicare (ρ. μτβ.)
ripubblicazione (θηλ.ουσ)
ripudiabile (επίθ.)
ripudiare (ρ. μτβ.)
ripudiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripudio (ουσ αρσ )
ripugnante (επίθ.)
ripugnanza (θηλ.ουσ)
ripugnare (ρ.αμτβ.)
ripugnare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---