Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripùdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈpudjo]

1 απόρριψη
2 άρνηση (νομική)
3 αποκήρυξη
4 αποδοκιμασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripudiatore ripugnante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripubblicare (ρ. μτβ.)
ripubblicazione (θηλ.ουσ)
ripudiabile (επίθ.)
ripudiare (ρ. μτβ.)
ripudiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ripudio (ουσ αρσ )
ripugnante (επίθ.)
ripugnanza (θηλ.ουσ)
ripugnare (ρ.αμτβ.)
ripugnare (ρ. μτβ.)
ripulire (ρ. μτβ.)
ripulirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripulita (θηλ.ουσ)
ripulitura (θηλ.ουσ)
ripulsa (θηλ.ουσ)
ripulsione (θηλ.ουσ)
ripulsivo (επίθ.)
ripungere (ρ. μτβ.)
riquadramento (ουσ αρσ )
riquadrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---