Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόripùdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈpudjo] 1 απόρριψη 2 άρνηση (νομική) 3 αποκήρυξη 4 αποδοκιμασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |