Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ripulsìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ripulˈsivo]

1 βδελυρός
2 αντιπαθητικός
3 απωθητικός
4 αποκρουστικός
5 απεχθής
6 αποτροπιαστικός
7 αηδιαστικός
8 σιχαμερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ripulsione ripungere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ripulirsi (ρ.μ. (αντων.))
ripulita (θηλ.ουσ)
ripulitura (θηλ.ουσ)
ripulsa (θηλ.ουσ)
ripulsione (θηλ.ουσ)
ripulsivo (επίθ.)
ripungere (ρ. μτβ.)
riquadramento (ουσ αρσ )
riquadrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riquadratura (θηλ.ουσ)
riquadro (αρσ. επίθ και ουσ)
riqualificare (ρ. μτβ.)
riqualificazione (θηλ.ουσ)
risacca (θηλ.ουσ)
risaia (θηλ.ουσ)
risaiolo (ουσ αρσ )
risaldare (ρ. μτβ.)
risaldatura (θηλ.ουσ)
risalire (ρ.αμτβ.)
risalita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---