Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risalìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [risaˈlire]

(nel tempo) ανατρέχω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risaldatura risalita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risacca (θηλ.ουσ)
risaia (θηλ.ουσ)
risaiolo (ουσ αρσ )
risaldare (ρ. μτβ.)
risaldatura (θηλ.ουσ)
risalire (ρ.αμτβ.)
risalita (θηλ.ουσ)
risaltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risalto (ουσ αρσ )
risalutare (ρ. μτβ.)
risalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
risanabile (επίθ.)
risanamento (ουσ αρσ )
risanare (ρ.αμτβ.)
risanare (ρ. μτβ.)
risanatore (ουσ αρσ )
risanatore (επίθ.)
risanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risapere (ρ. μτβ.)
risaputo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---