Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisalìta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [risaˈlita] η ανάβαση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαimpianti [αρσ. πλυθ.] di risalita = οι εγκατάστασεις [f.] ανάβασης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |