Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisanatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [risanaˈtore] θεραπευτής risanatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [risanaˈtore] 1 ιαματικός 2 θεραπευτικός 3 αναμορφωτικός 4 εξυγιαντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |