Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risarciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risarʧiˈmento]

η αποζημίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risarcibile risarcire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risanatore (επίθ.)
risanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risapere (ρ. μτβ.)
risaputo (επίθ.)
risarcibile (επίθ.)
risarcimento (ουσ αρσ )
risarcire (ρ. μτβ.)
risarella (θηλ.ουσ)
risata (θηλ.ουσ)
risatina (θηλ.ουσ)
riscaldamento (ουσ αρσ )
riscaldare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riscaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riscaldata (θηλ.ουσ)
riscaldato (επίθ.)
riscaldatore (ουσ αρσ )
riscaldatura (θηλ.ουσ)
riscaldo (ουσ αρσ )
riscappare (ρ.αμτβ.)
riscattabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---