Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriscàldo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [risˈkaldo] 1 φλόγωση 2 άναμμα 3 φλεγμονή 4 ερεθισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |