Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rìschio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈriskjo]

ο κίνδυνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rischiare rischiosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rischiaramento (ουσ αρσ )
rischiarare (ρ.αμτβ.)
rischiarare (ρ. μτβ.)
rischiararsi (ρ. μ. αμτβ.)
rischiare (ρ.αμτβ.)
rischio (ουσ αρσ )
rischiosità (θηλ.ουσ)
rischioso (επίθ.)
risciacquamento (ουσ αρσ )
risciacquare (ρ. μτβ.)
risciacquata (θηλ.ουσ)
risciacquatura (θηλ.ουσ)
risciacquo (ουσ αρσ )
risciò (ουσ αρσ )
risciogliere (ρ. μτβ.)
riscolo (ουσ αρσ )
riscontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risconto (ουσ αρσ )
riscontrabile (επίθ.)
riscontrare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---