ItalianoGreco


riscontàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riskonˈtare]

1 κάνω νέα έκπτωση
2 επαναδιαπραγματεύομαι τιμή ή επιτόκια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---