Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriscórrere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [risˈkorrere] διατρέχω εκ νέου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |