Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riscoprìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riskoˈprire]

ανακαλύπτω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riscoperta riscorrere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riscontrare (ρ.αμτβ.)
riscontrare (ρ. μτβ.)
riscontrata (θηλ.ουσ)
riscontro (ουσ αρσ )
riscoperta (θηλ.ουσ)
riscoprire (ρ. μτβ.)
riscorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riscossa (θηλ.ουσ)
riscossione (θηλ.ουσ)
riscossone (ουσ αρσ )
riscotibile (επίθ.)
riscotimento (ουσ αρσ )
riscotitore (αρσ. επίθ και ουσ)
riscrivere (ρ.αμτβ.)
riscrivere (ρ. μτβ.)
riscuotere (ρ. μτβ.)
riscuotersi (ρ.μ. (αντων.))
riseccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
risecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---