Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riscuòtere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [risˈkwɔtere]

εισπραττώ

riscuotersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [risˈkwɔtersi]

1 ξεκινώ
2 εξάπτομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riscrivere riseccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riscotibile (επίθ.)
riscotimento (ουσ αρσ )
riscotitore (αρσ. επίθ και ουσ)
riscrivere (ρ.αμτβ.)
riscrivere (ρ. μτβ.)
riscuotere (ρ. μτβ.)
riscuotersi (ρ.μ. (αντων.))
riseccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
risecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risecchito (επίθ.)
risedere (ρ.αμτβ.)
risega (θηλ.ουσ)
risegare (ρ. μτβ.)
risegnare (ρ. μτβ.)
riselciare (ρ. μτβ.)
riseminare (ρ. μτβ.)
risentimento (ουσ αρσ )
risentire (ρ.αμτβ.)
risentire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---