Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risegnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riseɲˈɲare]

1 μαρκάρω ξανά
2 σκοράρω ξανά (σπορ)
3 σημαδεύω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risegare riselciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risecchito (επίθ.)
risedere (ρ.αμτβ.)
risega (θηλ.ουσ)
risegare (ρ. μτβ.)
risegnare (ρ. μτβ.)
riselciare (ρ. μτβ.)
riseminare (ρ. μτβ.)
risentimento (ουσ αρσ )
risentire (ρ.αμτβ.)
risentire (ρ. μτβ.)
risentirsi (ρ.μ. (αντων.))
risentitamente (επίρ.)
risentitezza (θηλ.ουσ)
risentito (επίθ.)
riseppellimento (ουσ αρσ )
riseppellire (ρ. μτβ.)
riserbo (ουσ αρσ )
riseria (θηλ.ουσ)
riserrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---