Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risentìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [risenˈtito]

1 κακόκεφος
2 εκνευρισμένος
3 ατρόμητος
4 ακμαίος
5 δραστήριος
6 ακλόνητος
7 πικαρισμένος
8 πειραγμένος
9 χολωμένος
10 μνησίκακος
11 ζωηρός
12 θυμωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risentitezza riseppellimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risentire (ρ.αμτβ.)
risentire (ρ. μτβ.)
risentirsi (ρ.μ. (αντων.))
risentitamente (επίρ.)
risentitezza (θηλ.ουσ)
risentito (επίθ.)
riseppellimento (ουσ αρσ )
riseppellire (ρ. μτβ.)
riserbo (ουσ αρσ )
riseria (θηλ.ουσ)
riserrare (ρ. μτβ.)
riserva (θηλ.ουσ)
riservare (ρ. μτβ.)
riservarsi (ρ.μ. (αντων.))
riservatamente (επίρ.)
riservatezza (θηλ.ουσ)
riservato (επίθ.)
riservista (ουσ αρσ και θηλ.)
risguardo (ουσ αρσ )
risibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---