Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisèrva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riˈsɛrva] η ρεζέρβα, το απόθεμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααυτοκίνητο essere in riserva = auto είμαι στο τελείωμα της βενζίνης || riserva [θηλ.] di caccia = η συντροφιά κυνηγιού, το καταφύγιο θηραμάτων Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |