Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riservatézza
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riservaˈtettsa]

1 διακριτικότητα
2 ευχέρεια διακριτική
3 επιφυλακτικότητα
4 επιφύλαξη
5 περίσκεψη
6 σύνεση
7 φρόνηση
8 εχεμύθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riservatamente riservato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riserrare (ρ. μτβ.)
riserva (θηλ.ουσ)
riservare (ρ. μτβ.)
riservarsi (ρ.μ. (αντων.))
riservatamente (επίρ.)
riservatezza (θηλ.ουσ)
riservato (επίθ.)
riservista (ουσ αρσ και θηλ.)
risguardo (ουσ αρσ )
risibile (επίθ.)
risibilità (θηλ.ουσ)
risicare (ρ. μτβ.)
risicato (επίθ.)
risicolo (επίθ.)
risicoltore (ουσ αρσ )
risicoltura (θηλ.ουσ)
risiedere (ρ.αμτβ.)
risiero (επίθ.)
risigillare (ρ. μτβ.)
risina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---