Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisibilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [risibiliˈta] 1 αστειότητα 2 γελοιότητα 3 κωμικότητα 4 φαιδρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |