Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riziˈkato]

1 κερδισμένος με μόχθο
2 δύσκολα αποκτημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risicare risicolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riservista (ουσ αρσ και θηλ.)
risguardo (ουσ αρσ )
risibile (επίθ.)
risibilità (θηλ.ουσ)
risicare (ρ. μτβ.)
risicato (επίθ.)
risicolo (επίθ.)
risicoltore (ουσ αρσ )
risicoltura (θηλ.ουσ)
risiedere (ρ.αμτβ.)
risiero (επίθ.)
risigillare (ρ. μτβ.)
risina (θηλ.ουσ)
risipola (θηλ.ουσ)
risistemare (ρ. μτβ.)
risma (θηλ.ουσ)
riso (ουσ αρσ )
risoffiare (ρ.αμτβ.)
risoffiare (ρ. μτβ.)
risolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---