Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risièro
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈsjɛro]

ο του ρυζιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risiedere risigillare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risicato (επίθ.)
risicolo (επίθ.)
risicoltore (ουσ αρσ )
risicoltura (θηλ.ουσ)
risiedere (ρ.αμτβ.)
risiero (επίθ.)
risigillare (ρ. μτβ.)
risina (θηλ.ουσ)
risipola (θηλ.ουσ)
risistemare (ρ. μτβ.)
risma (θηλ.ουσ)
riso (ουσ αρσ )
risoffiare (ρ.αμτβ.)
risoffiare (ρ. μτβ.)
risolare (ρ. μτβ.)
risolatura (θηλ.ουσ)
risolino (ουσ αρσ )
risollevare (ρ. μτβ.)
risollevarsi (ρ.μ. (αντων.))
risolto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---