risìbile
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [riˈsibile]
1 που προκαλεί γέλιο
2 αξιογέλαστος
3 περίγελος
4 γελοίος
5 καταγέλαστος
6 άξιος για γέλια
7 κωμικός
8 αστείος
9 ευθυμολόγος
10 για γέλια
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [riˈsibile]
1 που προκαλεί γέλιο
2 αξιογέλαστος
3 περίγελος
4 γελοίος
5 καταγέλαστος
6 άξιος για γέλια
7 κωμικός
8 αστείος
9 ευθυμολόγος
10 για γέλια
permalink
risibile (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android